γερατειά

γερατειά
τα
βλ. γηρατειά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γερατειά — και γηρατειά, τα και γερατειό και γεράτειο και γηρατειό, το (Μ γερατειό και γηρατεῑον, το) η γεροντική ηλικία, τα γεράματα μσν. 1. ο γέρος 2. το γέρικο κορμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γερατειά < γερατεία, αναλογικός σχηματισμός προς το πρωτεία, < γέρα …   Dictionary of Greek

  • έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… …   Dictionary of Greek

  • γεράματα — και γερατειά, τα η γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γηράματα < γηρώ < γηράσκω] …   Dictionary of Greek

  • γηρατειά — και γερατειά και γηρατεία, τα 1. γεράματα 2. το σύνολο τών γερόντων 3. ο γέρος …   Dictionary of Greek

  • καταμάρπτω — (Α) 1. (για τα γερατειά ή τον θάνατο και άλλα δεινά) καταλαμβάνω 2. συλλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μάρπτω «συλλαμβάνω»] …   Dictionary of Greek

  • κορωνόβιος — κορωνόβιος, ον (Μ) 1. αυτός που έζησε πολλά χρόνια, κορακοζώητος 2. φρ. «κορωνόβιον γῆρας» βαθιά γερατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη «κουρούνα» + βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό βιος, νυκτό βιος] …   Dictionary of Greek

  • μακρογηραία — μακρογηραία, ἡ (Μ) πολύ βαθιά γερατειά, έσχατο γήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αμάρτυρου επιθέτου *μακρογηραιός] …   Dictionary of Greek

  • μακρογηρώ — μακρογηρῶ, άω (Α) [μακρόγηρως] φθάνω σε πολύ βαθιά γερατειά, σε πολύ μεγάλη ηλικία …   Dictionary of Greek

  • μακρόγηρως — ων (AM μακρόγηρως, ων, Μ και μακρόγηρος, ον) αυτός που έφθασε σε πολύ βαθιά γερατειά, υπέργηρος. επίρρ... μακρογήρως (Α) σε βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γηρως και γηρος (< γῆρας), πρβλ. βαθύ γηρως, κακό γηρως] …   Dictionary of Greek

  • μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”